κηρωματικός

κηρωματικός
κηρωματικός, ὁ (Α) [κήρωμα]
1. αυτός που παρασκεύαζε κηρώματα, αλοιφή από κηρό
2. αυτός που γινόταν με κήρωμα
3. παλαιστής αλειμμένος με κήρωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”